εκδρομικός

εκδρομικός
-ή, -ό
που ανήκει ή αναφέρεται στην εκδρομή ή τον εκδρομέα: Εκδρομικός σάκος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εκδρομικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με εκδρομές ή αναφέρεται σε αυτές («εκδρομικός όμιλος», «εκδρομικό σακίδιο») …   Dictionary of Greek

  • ταξιδιωτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταξιδιώτη ή τα ταξίδια, εκδρομικός, τουριστικός: Ταξιδιωτικός σάκος. – Ταξιδιωτικό γραφείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”